3,274,903
edits
(37) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> μικρό [[πλοιάριο]] («ὁ δὲ [[πάκτων]] διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι [[σκάφιον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> μικρή [[σκάφη]], [[λεκάνη]] ή [[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, [[ὅθεν]] τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> μικρό [[ποτήρι]] («[[κάδος]] καὶ σκαφίον ἀργυροῡν δύο κοτύλας χωροῡν», Φύλαρχ.)<br /><b>4.</b> σκαφοειδές νυκτερινό [[ουροδοχείο]] τών [[γυναικών]]<br /><b>5.</b> [[σκυθικός]] [[τρόπος]] κουρέματος τών μαλλιών σύμφωνα με τον οποίο ξύριζαν τα μαλλιά κυκλικά [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] και [[μέχρι]] το [[δέρμα]], αφήνοντας μόνο λίγες [[τρίχες]] στην [[κορυφή]], η οποία [[έτσι]] έμοιαζε με [[λεκάνη]] («[[σκάφιον]] ἀποκεκαρμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> η [[κορυφή]] του κεφαλιού, το ανώτατο [[μέρος]] του κρανίου («ἵνα μὴ καταγῇς τὸ [[σκάφιον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του κρανίου<br /><b>8.</b> [[είδος]] επιδέσμου του κεφαλιού<br /><b>9.</b> [[κοίλο]] σφαιρικό [[κάτοπτρο]] που χρησίμευε για τη [[συγκέντρωση]] τών ακτίνων του Ηλίου με το οποίο οι [[Εστιάδες]] παρθένες άναβαν τη [[φωτιά]], αλλ. σκαφείον<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σκάφια</i><br />τα ισχία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>. Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. [[σκάφη]] και της λ. [[σκάφος]]. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> μικρό [[πλοιάριο]] («ὁ δὲ [[πάκτων]] διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι [[σκάφιον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> μικρή [[σκάφη]], [[λεκάνη]] ή [[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, [[ὅθεν]] τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> μικρό [[ποτήρι]] («[[κάδος]] καὶ σκαφίον ἀργυροῡν δύο κοτύλας χωροῡν», Φύλαρχ.)<br /><b>4.</b> σκαφοειδές νυκτερινό [[ουροδοχείο]] τών [[γυναικών]]<br /><b>5.</b> [[σκυθικός]] [[τρόπος]] κουρέματος τών μαλλιών σύμφωνα με τον οποίο ξύριζαν τα μαλλιά κυκλικά [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] και [[μέχρι]] το [[δέρμα]], αφήνοντας μόνο λίγες [[τρίχες]] στην [[κορυφή]], η οποία [[έτσι]] έμοιαζε με [[λεκάνη]] («[[σκάφιον]] ἀποκεκαρμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> η [[κορυφή]] του κεφαλιού, το ανώτατο [[μέρος]] του κρανίου («ἵνα μὴ καταγῇς τὸ [[σκάφιον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του κρανίου<br /><b>8.</b> [[είδος]] επιδέσμου του κεφαλιού<br /><b>9.</b> [[κοίλο]] σφαιρικό [[κάτοπτρο]] που χρησίμευε για τη [[συγκέντρωση]] τών ακτίνων του Ηλίου με το οποίο οι [[Εστιάδες]] παρθένες άναβαν τη [[φωτιά]], αλλ. σκαφείον<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σκάφια</i><br />τα ισχία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>. Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. [[σκάφη]] και της λ. [[σκάφος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκάφιον:''' (ᾰ) и σκᾰφίον τό [demin. к [[σκάφη]]<br /><b class="num">1)</b> мотыга или заступ Plut.;<br /><b class="num">2)</b> таз, миска Arph.;<br /><b class="num">3)</b> зажигательное стекло (Plut. - v. l. [[σκαφεῖον]]);<br /><b class="num">4)</b> скифская стрижка, т. е. чуб на макушке выбритой головы: σ. ἀποκεκαρμένος или σ. ἀποτετιλμένος Arph. с чубом на бритой голове. | |||
}} | }} |