σεμνόω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σεμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον σπουδαίο ή μεγαλοπρεπή, [[εκθειάζω]], [[μεγαλύνω]], [[κοσμώ]], [[μεγαλοποιώ]], εξωραΐζω, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σεμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον σπουδαίο ή μεγαλοπρεπή, [[εκθειάζω]], [[μεγαλύνω]], [[κοσμώ]], [[μεγαλοποιώ]], εξωραΐζω, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σεμνόω:''' (в рассказе) приукрашивать, преувеличивать, раздувать (τι Her.).
}}
}}