σπάραγμα: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπάραγμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τμήμα]] που έχει αποσχισθεί, [[κομμάτι]], [[απόκομμα]], [[απόσπασμα]]· <i>ὅσων σπαράγματα</i>, όλοι αυτοί που τα κομματιασμένα τους πτώματα, σε Σοφ.· [[σπάραγμα]] κόμας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σπαραγμός]], [[απόσχιση]], βίαιη [[απόσπαση]], [[θραύση]], στον ίδ.
|lsmtext='''σπάραγμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τμήμα]] που έχει αποσχισθεί, [[κομμάτι]], [[απόκομμα]], [[απόσπασμα]]· <i>ὅσων σπαράγματα</i>, όλοι αυτοί που τα κομματιασμένα τους πτώματα, σε Σοφ.· [[σπάραγμα]] κόμας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σπαραγμός]], [[απόσχιση]], βίαιη [[απόσπαση]], [[θραύση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σπάραγμα:''' ατος τό (преимущ. pl.) кусок, лоскут Anth.: σ. κόμας Eur. клок волос; διαφέρειν τι σπαράγμασιν Eur. разрывать что-л. в клочья; κρημνῶν σπαράγματα Plut. обломки скал; σπαράγματα λόγων Plut. обрывки (фрагменты) речей.
}}
}}