στείομεν: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στείομεν:''' Επικ. αντί <i>στῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
|lsmtext='''στείομεν:''' Επικ. αντί <i>στῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''στείομεν:''' эп. (= στῶμεν) 1 л. pl. aor. 2 conjct. к [[ἵστημι]].
}}
}}