στολιδόομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στολῐδόομαι:''' Μέσ., φορώ [[ρούχο]], [[ένδυμα]], ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''στολῐδόομαι:''' Μέσ., φορώ [[ρούχο]], [[ένδυμα]], ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''στολῐδόομαι:''' надевать на себя (στολιδωσαμένοι νεβρίδα Eur.).
}}
}}