στενόω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στενόω:''' Ιων. [[στεινόω]], κάνω [[κάτι]] στενό, [[στενεύω]], [[περιορίζω]], [[συμμαζεύω]]· στην Παθ., σε Ανθ.
|lsmtext='''στενόω:''' Ιων. [[στεινόω]], κάνω [[κάτι]] στενό, [[στενεύω]], [[περιορίζω]], [[συμμαζεύω]]· στην Παθ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στενόω:''' ион. [[στεινόω]] стеснять, суживать: στενούμενός τινι Anth. стесненный чем-л.
}}
}}