συκάζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[συκῆ]]), [[μαζεύω]] ώριμα σύκα, σε Αριστ., Ξεν.
|lsmtext='''σῡκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[συκῆ]]), [[μαζεύω]] ώριμα σύκα, σε Αριστ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σῡκάζω:''' (тж. τὰ σῦκα σ. Xen.) собирать (поспевшие) фиги Arph.
}}
}}