σύλλεκτρος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύλλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), [[σύντροφος]] στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], λέγεται για άντρα ή [[γυναίκα]], [[σύζυγος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σύλλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), [[σύντροφος]] στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], λέγεται για άντρα ή [[γυναίκα]], [[σύζυγος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύλλεκτρος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ супруг(а) Eur., Anth.<br />разделяющий ложе ([[Διός]] Eur. и τῷ Διί Luc.).
}}
}}