στιμμίζω: Difference between revisions

4
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. [[στιβίζομαι]] Α [[στίμμι]] / <i>στῑβι</i>]<br />[[βάφω]] τα βλέφαρα ή τα φρύδια με [[στίμμι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ευπρεπές ή λογικοφανές, [[ευτρεπίζω]] [[κάτι]] προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χρησιμοποιώ]] [[κολλύριο]] για τα μάτια.
|mltxt=ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. [[στιβίζομαι]] Α [[στίμμι]] / <i>στῑβι</i>]<br />[[βάφω]] τα βλέφαρα ή τα φρύδια με [[στίμμι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ευπρεπές ή λογικοφανές, [[ευτρεπίζω]] [[κάτι]] προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χρησιμοποιώ]] [[κολλύριο]] για τα μάτια.
}}
{{elru
|elrutext='''στιμμίζω:''' подкрашивать черной сурьмой, сурьмить Democr.
}}
}}