σύγκλεισις: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκλεισις:''' староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> запирание, смыкание (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ [[πυκνότης]] τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;<br /><b class="num">2)</b> pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut.
}}
}}