συμμαχέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμαχος]]), είμαι [[σύμμαχος]], [[ανήκω]] σε μια [[συμμαχία]], σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], συνδράμω, <i>τινί</i>, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, [[δέχομαι]] [[βοήθεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συμμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμαχος]]), είμαι [[σύμμαχος]], [[ανήκω]] σε μια [[συμμαχία]], σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], συνδράμω, <i>τινί</i>, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, [[δέχομαι]] [[βοήθεια]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμᾰχέω:''' <b class="num">1)</b> совместно сражаться, помогать в борьбе, быть (боевым) союзником Aesch., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> помогать, содействовать (τινι Soph., Plat.): τὸ [[χωρίον]] συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν [[ὥστε]] [[τοιοῦτο]] εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими.
}}
}}