συλλοχίζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συλλοχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ενώνω]] τους στρατιώτες σε σώματα, τους [[συνενώνω]] σε στρατιωτικές μονάδες, λόχους, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συλλοχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ενώνω]] τους στρατιώτες σε σώματα, τους [[συνενώνω]] σε στρατιωτικές μονάδες, λόχους, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συλλοχίζω:''' (о солдатах или войсковых подразделениях)<br /><b class="num">1)</b> сводить, соединять (εἰς ἓν [[τάγμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> разбивать, распределять (τὴν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> выстраивать (τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.).
}}
}}