συναναλίσκω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰνᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ανᾱλώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταναλώνω]], [[ξοδεύω]] μαζί ή με [[συντροφιά]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατασπατάληση]] ξοδεύοντας κι εγώ χρήματα, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνᾰνᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ανᾱλώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταναλώνω]], [[ξοδεύω]] μαζί ή με [[συντροφιά]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατασπατάληση]] ξοδεύοντας κι εγώ χρήματα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνανᾱλίσκω:''' (fut. συνανᾱλώσω)<br /><b class="num">1)</b> вместе расходовать, одновременно тратить (τι Dem.): οὐκ ἔστιν εἰδῆσαι ἀλλήλους πρὶν τοὺς λεγομένους [[ἅλας]] συναναλῶσαι Arst. по пословице, (людям) нельзя узнать друг друга прежде, чем они не съедят вместе меру соли;<br /><b class="num">2)</b> вместе нести расходы, оказывать денежную помощь Xen.
}}
}}