συναγωγός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰγωγός:''' -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, [[ενωτικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνᾰγωγός:''' -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, [[ενωτικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰγωγός:''' 3, Sext. тж. 2 соединяющий (δεσμοὶ [[φιλίας]] συναγωγοί Plat.): σ. [[αἰτία]] Sext. связующее начало.
}}
}}