συμπροξενέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπροξενέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, [[προμηθεύω]] από κοινού, σε Ευρ.
|lsmtext='''συμπροξενέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, [[προμηθεύω]] από κοινού, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπροξενέω:''' оказывать помощь, помогать Eur.
}}
}}