συνεκτρέφω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεκτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] μαζί ή από κοινού με, σε Πλάτ. — Παθ., αναπτύσσομαι, ανατρέφομαι με, <i>τινί</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''συνεκτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] μαζί ή από κοινού με, σε Πλάτ. — Παθ., αναπτύσσομαι, ανατρέφομαι με, <i>τινί</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκτρέφω:''' <b class="num">1)</b> одновременно или вместе воспитывать, совместно взращивать (τι [[μετά]] τινος Plat.; συνεκτραφείς τινι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> помогать воспитать (τοὺς παῖδας Plat., Plut.; [[εὔνοια]] συνεκτρεφομένη Luc.).
}}
}}