3,271,364
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπαρακομίζω:''' Αττ. μέλ. -[[κομιῶ]], [[οδηγώ]], [[μεταφέρω]] από κοινού παράλληλα προς την [[ακτή]], λέγεται για ναύαρχο, σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για πλοία, στον ίδ. | |lsmtext='''συμπαρακομίζω:''' Αττ. μέλ. -[[κομιῶ]], [[οδηγώ]], [[μεταφέρω]] από κοινού παράλληλα προς την [[ακτή]], λέγεται για ναύαρχο, σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για πλοία, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαρακομίζω:''' <b class="num">1)</b> сопровождать, эскортировать (τὰς [[ναῦς]] Thuc.): ἀγγελίαν πέμπειν ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] τοῦ ξυμπαρακομισθῆναι Thuc. посылать за флотом для собственного эскортирования;<br /><b class="num">2)</b> med. плавать рядом Diod. | |||
}} | }} |