συμπαρακομίζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρακομίζω:''' Αττ. μέλ. -[[κομιῶ]], [[οδηγώ]], [[μεταφέρω]] από κοινού παράλληλα προς την [[ακτή]], λέγεται για ναύαρχο, σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για πλοία, στον ίδ.
|lsmtext='''συμπαρακομίζω:''' Αττ. μέλ. -[[κομιῶ]], [[οδηγώ]], [[μεταφέρω]] από κοινού παράλληλα προς την [[ακτή]], λέγεται για ναύαρχο, σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για πλοία, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρακομίζω:''' <b class="num">1)</b> сопровождать, эскортировать (τὰς [[ναῦς]] Thuc.): ἀγγελίαν πέμπειν ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] τοῦ ξυμπαρακομισθῆναι Thuc. посылать за флотом для собственного эскортирования;<br /><b class="num">2)</b> med. плавать рядом Diod.
}}
}}