συνενθουσιάζω: Difference between revisions

4
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(για τις Βάκχες) [[γίνομαι]] [[ένθους]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[έκσταση]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνθουσιάζω]] «βρίσκομαι σε [[έκσταση]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[μανία]]»].
|mltxt=Α<br />(για τις Βάκχες) [[γίνομαι]] [[ένθους]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[έκσταση]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνθουσιάζω]] «βρίσκομαι σε [[έκσταση]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[μανία]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συνενθουσιάζω:''' совместно предаваться (вакхическим) восторгам, быть в исступлении, неистовствовать (θυρσοφορεῖν καὶ σ. Diod.).
}}
}}