ταγά: Difference between revisions

71 bytes added ,  1 January 2019
4b
(40)
(4b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἁ, Α<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο ασκεί την [[εξουσία]] ο [[ταγός]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καιρός]] πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[ταγός]]. Η λ. με τη σημ. «[[εποχή]] πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. [[ταγή]] με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη [[γραμμή]] της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. [[ἀταγία]]].
|mltxt=ἁ, Α<br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο ασκεί την [[εξουσία]] ο [[ταγός]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καιρός]] πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[ταγός]]. Η λ. με τη σημ. «[[εποχή]] πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. [[ταγή]] με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη [[γραμμή]] της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. [[ἀταγία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾱγά:''' ἁ дор. Arph. = [[ταγή]].
}}
}}