συστρατεύω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-εύσω</i>, και ως αποθ. <i>συστρατεύομαι</i>, μέλ. <i>-εύσομαι</i>· [[εκστρατεύω]] ή [[υπηρετώ]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[εκστρατεία]], απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, με κάποιον άλλον, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''συστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-εύσω</i>, και ως αποθ. <i>συστρατεύομαι</i>, μέλ. <i>-εύσομαι</i>· [[εκστρατεύω]] ή [[υπηρετώ]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[εκστρατεία]], απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, με κάποιον άλλον, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συστρᾰτεύω:''' тж. med. вместе отправляться в поход, совместно участвовать в походе, вместе воевать (τινί Her., [[σύν]] τινι Thuc., Xen. и [[μετά]] τινος Thuc.).
}}
}}