3,271,299
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰκερός:''' -ά, -όν ([[τήκω]]), αυτός που λιώνει στο [[στόμα]], [[απαλός]], [[τρυφερός]], στους Κωμ. ποιητές· λέγεται για τα μάτια, που «λιώνουν» από [[νοσταλγία]], σε Ανθ. | |lsmtext='''τᾰκερός:''' -ά, -όν ([[τήκω]]), αυτός που λιώνει στο [[στόμα]], [[απαλός]], [[τρυφερός]], στους Κωμ. ποιητές· λέγεται για τα μάτια, που «λιώνουν» από [[νοσταλγία]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰκερός:''' [[τήκω]]<br /><b class="num">1)</b> тающий во рту, нежный ([[ἀκροκώλια]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> млеющий, томный ([[Ἔρως]] Anacr.; [[πάθος]] ἐν τοῖς ὄμμασιν Luc.). | |||
}} | }} |