τακερός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰκερός:''' -ά, -όν ([[τήκω]]), αυτός που λιώνει στο [[στόμα]], [[απαλός]], [[τρυφερός]], στους Κωμ. ποιητές· λέγεται για τα μάτια, που «λιώνουν» από [[νοσταλγία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τᾰκερός:''' -ά, -όν ([[τήκω]]), αυτός που λιώνει στο [[στόμα]], [[απαλός]], [[τρυφερός]], στους Κωμ. ποιητές· λέγεται για τα μάτια, που «λιώνουν» από [[νοσταλγία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰκερός:''' [[τήκω]]<br /><b class="num">1)</b> тающий во рту, нежный ([[ἀκροκώλια]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> млеющий, томный ([[Ἔρως]] Anacr.; [[πάθος]] ἐν τοῖς ὄμμασιν Luc.).
}}
}}