συρφετός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συρφετός:''' ὁ ([[σύρω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε σύρεται ή φέρεται από τον άνεμο, ξερά φύλλα, φρύγανα, άχυρα· σκουπιδάκια, απορρίμματα, Λατ. [[quisquiliae]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ανάμικτο [[πλήθος]], όχλος, λαοσύναξη, σε Πλάτ.· λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], [[ένας]] από τον όχλο (πρβλ. [[plebs]] eris του Ορατ.), στον ίδ.
|lsmtext='''συρφετός:''' ὁ ([[σύρω]]),<br /><b class="num">1.</b> οτιδήποτε σύρεται ή φέρεται από τον άνεμο, ξερά φύλλα, φρύγανα, άχυρα· σκουπιδάκια, απορρίμματα, Λατ. [[quisquiliae]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ανάμικτο [[πλήθος]], όχλος, λαοσύναξη, σε Πλάτ.· λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], [[ένας]] από τον όχλο (πρβλ. [[plebs]] eris του Ορατ.), στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συρφετός:''' ὁ Hes., Plat., Plut., Luc. = [[σύρφαξ]].
}}
}}