τείρω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τείρω:''' (√<i>ΤΕΡ</i>), παρατ. <i>ἔτειρον</i>, μόνο σε ενεστ. και Ενεργ. και Παθ. παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[τρίβω]] σκληρά· λέγεται για τα αποτελέσματα του πόνου, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ. — Παθ., τείροντο καμάτῳ τε καὶ [[ἱδρῷ]], σε Ομήρ. Ιλ.· τείρετο δ' [[αἰνῶς]], ήταν απόλυτα θλιμμένη, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[υποφέρω]] από [[θλίψη]], ἦ [[μάλα]] δὴ τείρουσι υἷες Ἀχαιῶν, στο ίδ.
|lsmtext='''τείρω:''' (√<i>ΤΕΡ</i>), παρατ. <i>ἔτειρον</i>, μόνο σε ενεστ. και Ενεργ. και Παθ. παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[τρίβω]] σκληρά· λέγεται για τα αποτελέσματα του πόνου, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ. — Παθ., τείροντο καμάτῳ τε καὶ [[ἱδρῷ]], σε Ομήρ. Ιλ.· τείρετο δ' [[αἰνῶς]], ήταν απόλυτα θλιμμένη, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[υποφέρω]] από [[θλίψη]], ἦ [[μάλα]] δὴ τείρουσι υἷες Ἀχαιῶν, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τείρω:''' <b class="num">1)</b> изнурять, терзать, мучить, удручать (τινά Hom., Aesch., Eur.);<br /><b class="num">2)</b> pass. терзаться, страдать: τ. [[ὁμοῦ]] καμάτῳ τε καὶ [[ἱδρῷ]] Hom. страдать и обливаться потом от усталости; κακῷ τείρεσθαι ψυχήν Arph. страдать душой;<br /><b class="num">3)</b> теснить (τείρουσι υἷες Ἀχαιῶν Hom.).
}}
}}