3,274,313
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετίημαι:''' Επικ. παρακ. σχημ. σαν από ενεστ. <i>τιέω</i>, [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[θλιμμένος]], [[πενθώ]], [[τετίησθον]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τετιημένος]] (<i>τετιημένη</i>) [[ἦτορ]], [[λυπημένος]] στην [[καρδιά]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> βρίσκουμε επίσης την μτχ. του Ενεργ. παρακ. στη [[φράση]], <i>τετιηότι θυμῷ</i>, με τεθλιμμένη [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· δὴν δ' ἀνέμῳ [[ἦσαν]] τετιηκότες, ήταν για μακρύ [[χρονικό]] [[διάστημα]] σιωπηροί από τη [[θλίψη]], στο ίδ. | |lsmtext='''τετίημαι:''' Επικ. παρακ. σχημ. σαν από ενεστ. <i>τιέω</i>, [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[θλιμμένος]], [[πενθώ]], [[τετίησθον]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τετιημένος]] (<i>τετιημένη</i>) [[ἦτορ]], [[λυπημένος]] στην [[καρδιά]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> βρίσκουμε επίσης την μτχ. του Ενεργ. παρακ. στη [[φράση]], <i>τετιηότι θυμῷ</i>, με τεθλιμμένη [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· δὴν δ' ἀνέμῳ [[ἦσαν]] τετιηκότες, ήταν για μακρύ [[χρονικό]] [[διάστημα]] σιωπηροί από τη [[θλίψη]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετίημαι:''' (только part. [[τετιηώς]], ότος и [[τετιημένος]] 3, а тж. 2 л. dual. [[τετίησθον]]) быть опечаленным, огорченным (τετιηότι θυμῷ Hom.): [[φίλον]] τετιημένη [[ἦτορ]] Hom. печальная сердцем (Пенелопа). | |||
}} | }} |