τέσσαρες: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέσσᾰρες:''' οἱ, αἱ, [[τέσσαρα]], τά, γεν. <i>τεσσάρων</i>· δοτ. <i>τέσσαρσι</i>, ποιητ. <i>τέτρᾰσι</i>· μεταγεν. Αττ. τέττᾰρες, <i>τέττᾰρα</i>· στους Ιων. πεζογράφους, [[τέσσερες]], <i>[[τέσσερα]]</i>, δοτ. <i>τέσσερσι</i>· Δωρ. [[τέτορες]], <i>τέτορα</i>· Αιολ. και Επικ. [[πίσυρες]], <i>πίσυρα</i>· Βοιωτ. [[πέτταρες]]· [[τέσσερις]], Λατ. quatuor, σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''τέσσᾰρες:''' οἱ, αἱ, [[τέσσαρα]], τά, γεν. <i>τεσσάρων</i>· δοτ. <i>τέσσαρσι</i>, ποιητ. <i>τέτρᾰσι</i>· μεταγεν. Αττ. τέττᾰρες, <i>τέττᾰρα</i>· στους Ιων. πεζογράφους, [[τέσσερες]], <i>[[τέσσερα]]</i>, δοτ. <i>τέσσερσι</i>· Δωρ. [[τέτορες]], <i>τέτορα</i>· Αιολ. και Επικ. [[πίσυρες]], <i>πίσυρα</i>· Βοιωτ. [[πέτταρες]]· [[τέσσερις]], Λατ. quatuor, σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τέσσᾰρες:''' ион. [[τέσσερες]], атт. τέττᾰρες, дор. [[τέττορες]] и [[τέτορες]], эп.-эол. [[πίσυρες|πίσῠρες]], α (dat. τέσσαρσι - ион. τέσσερσι, Hes. и поздн. [[τέτρασι|τέτρᾰσι]]) четыре, четверо Hom. etc.
}}
}}