συνισχναίνω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[λιγοστεύω]], [[αδυνατίζω]], αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, [[περιστέλλω]], [[λιγοστεύω]], [[ελαττώνω]], [[σμικρύνω]] [[κάτι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συνισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[λιγοστεύω]], [[αδυνατίζω]], αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, [[περιστέλλω]], [[λιγοστεύω]], [[ελαττώνω]], [[σμικρύνω]] [[κάτι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνισχναίνω:''' досл. высушивать, перен. ослаблять, изглаживать из памяти (τι τῷ χρόνῳ Eur.).
}}
}}