3,276,901
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[λιγοστεύω]], [[αδυνατίζω]], αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, [[περιστέλλω]], [[λιγοστεύω]], [[ελαττώνω]], [[σμικρύνω]] [[κάτι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''συνισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[λιγοστεύω]], [[αδυνατίζω]], αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, [[περιστέλλω]], [[λιγοστεύω]], [[ελαττώνω]], [[σμικρύνω]] [[κάτι]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνισχναίνω:''' досл. высушивать, перен. ослаблять, изглаживать из памяти (τι τῷ χρόνῳ Eur.). | |||
}} | }} |