τευχηστήρ: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τευχηστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[τεῦχος]]), [[οπλίτης]], [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Αισχύλ.· επίσης [[τευχηστής]], <i>-οῦ</i>, <i>ὁ</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''τευχηστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[τεῦχος]]), [[οπλίτης]], [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Αισχύλ.· επίσης [[τευχηστής]], <i>-οῦ</i>, <i>ὁ</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τευχηστήρ:''' ῆρος adj. m вооруженный ([[ἄνδρες]] Aesch.).
}}
}}