τεχνίτης: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεχνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[τέχνη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εξασκεί κάποια [[τέχνη]], [[χειρωνάκτης]], [[επιτηδευματίας]], [[δεξιοτέχνης]] [[μάστορας]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., ειδικευμένος σ' ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.· επίσης, <i>τι</i> ή [[περί]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δολοπλόκος]], ραδιουργός, σε Λουκ.
|lsmtext='''τεχνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[τέχνη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εξασκεί κάποια [[τέχνη]], [[χειρωνάκτης]], [[επιτηδευματίας]], [[δεξιοτέχνης]] [[μάστορας]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., ειδικευμένος σ' ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.· επίσης, <i>τι</i> ή [[περί]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δολοπλόκος]], ραδιουργός, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεχνίτης:''' ου (ῑ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> ремесленник (οἱ γεωργοὶ καὶ τεχνῖται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> мастер, знаток Plat., Arst.: τ. τινός и περί τι Xen. знаток чего-л.; τεχνῖται Διονυσιακοί Arst. или περὶ τὸν Διόνυσον Polyb., Plut. театральные мастера, актеры;<br /><b class="num">3)</b> ловкач, хитрец Luc.
}}
}}