τηρέω: Difference between revisions

1,663 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηρέω:''' μέλ. <i>τηρήσω</i> (<i>τῆρος</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιτηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάττω]], σε Πίνδ., Αριστοφ. — Παθ., είμαι [[συνεχώς]] υπό [[επιτήρηση]], σε Θουκ.· Μέσ. μέλ., <i>τηρήσομαι</i> με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]] ώστε..., σε Αριστ., Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παρατηρώ]] από κοντά, [[προσέχω]] [[συνεχώς]], [[επιτηρώ]], σε Αριστοφ.· [[τὰς]] ἁμαρτίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[καιροφυλακτώ]], με αιτ., σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>παραστείχοντα τηρήσας</i>, τον παρατηρούσα με [[προσοχή]] [[καθώς]] περνούσε, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αγρυπνώ]], [[φυλάττω]], σε Αριστ.· με απαρ., [[φυλάττω]], [[προσέχω]] ώστε να..., σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρατηρώ]], [[φυλάω]] [[κάτι]] εμπιστευτικό, σε Ισοκρ. κ.λπ.· [[τηρέω]] εἰρήνην, σε Δημ.
|lsmtext='''τηρέω:''' μέλ. <i>τηρήσω</i> (<i>τῆρος</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιτηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάττω]], σε Πίνδ., Αριστοφ. — Παθ., είμαι [[συνεχώς]] υπό [[επιτήρηση]], σε Θουκ.· Μέσ. μέλ., <i>τηρήσομαι</i> με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]] ώστε..., σε Αριστ., Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παρατηρώ]] από κοντά, [[προσέχω]] [[συνεχώς]], [[επιτηρώ]], σε Αριστοφ.· [[τὰς]] ἁμαρτίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[καιροφυλακτώ]], με αιτ., σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>παραστείχοντα τηρήσας</i>, τον παρατηρούσα με [[προσοχή]] [[καθώς]] περνούσε, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αγρυπνώ]], [[φυλάττω]], σε Αριστ.· με απαρ., [[φυλάττω]], [[προσέχω]] ώστε να..., σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρατηρώ]], [[φυλάω]] [[κάτι]] εμπιστευτικό, σε Ισοκρ. κ.λπ.· [[τηρέω]] εἰρήνην, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηρέω:''' <b class="num">1)</b> охранять, оберегать (πόλιν Pind.; τινα Arph.; τινα [[ἄσπιλον]] [[ἀπό]] τινος NT): τ. δώματα HH смотреть за домом; τὸ [[ἔξωθεν]] ἐτηρεῖτο Thuc. наружная часть (стен) находилась под охраной; τήρει τὸ τοιόνδε, μή τις [[ἡμῖν]] αὐτὸ ὀνειδίσῃ Plat. смотри, как бы нас кто-л. за это не упрекнул; τηρώμεσθ᾽, [[ὅπως]] μὴ αἰσθήσεται Arph. поостережемся, как бы он (чего-л.) не заметил;<br /><b class="num">2)</b> наблюдать, следить, выслеживать (τινα Arph.): τ. τὰς ἁμαρτίας τινός Thuc. выслеживать чьи-л. ошибки;<br /><b class="num">3)</b> подстерегать, выжидать (νύκτα ἀσέληνον Dem.): τηρήσας, [[μέσον]] [[κάρα]] κέντροισί μου καθίκετο Soph. подстерегши, он ударил меня плетью посреди головы; τηρήσαντες τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου Thuc. выждав благоприятного для переправы ветра; [[ἕως]] ὁ λεγόμενος καιρὸς ὑπ᾽ [[αὐτοῦ]] ἐτηρήθη Lys. пока он не дождался условленного момента;<br /><b class="num">4)</b> соблюдать, выполнять (τὰ ἀπόρρητα Lys.; τὰς ἐντολάς NT).
}}
}}