τέχνημα: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέχνημα:''' -ατος, τό ([[τεχνάομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> = [[τέχνασμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνθρωπο, το αφηρημένο κείται αντί του συγκεκριμένου, πανουργίας [[τέχνημα]], [[αριστούργημα]] κακίας, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[απάτη]], δόλια [[επινόηση]], σε Ευρ.· γενικά, [[επινόηση]], [[εφεύρεση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''τέχνημα:''' -ατος, τό ([[τεχνάομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> = [[τέχνασμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνθρωπο, το αφηρημένο κείται αντί του συγκεκριμένου, πανουργίας [[τέχνημα]], [[αριστούργημα]] κακίας, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[απάτη]], δόλια [[επινόηση]], σε Ευρ.· γενικά, [[επινόηση]], [[εφεύρεση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τέχνημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> pl. произведение, изделие: φλαυρουργοῦ τινος τεχνήματα [[ἀνδρός]] Soph. (чаша), произведение какого-то неумелого человека;<br /><b class="num">2)</b> порождение: πανουργίας τ. Soph. порождение коварства, т. е. образец коварного человека;<br /><b class="num">3)</b> хитрость, уловка, интрига (δόλια τεχνήματα Eur.);<br /><b class="num">4)</b> выдумка, изобретение, искусство Plat.
}}
}}