τερπνός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερπνός:''' -ή, -όν ([[τέρπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ευχάριστος]], [[χαρούμενος]], [[ευάρεστος]], αυτός που προκαλεί [[τέρψη]], σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ τερπνόν</i>, [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]], σε Θουκ.· <i>τὰ τερπνά</i>, τέρψεις, ηδονές, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αὑτῷ]] [[τερπνός]], με [[ευχαρίστηση]] για τον εαυτό του, σε Σοφ. — συγκρ. και υπερθ., <i>τερπνότερος</i>, <i>τερπνότατος</i>, σε Θέογν.· μεταγεν. <i>τέρπνιστος</i>· επίρρ., <i>τερπνῶς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''τερπνός:''' -ή, -όν ([[τέρπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ευχάριστος]], [[χαρούμενος]], [[ευάρεστος]], αυτός που προκαλεί [[τέρψη]], σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ τερπνόν</i>, [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]], σε Θουκ.· <i>τὰ τερπνά</i>, τέρψεις, ηδονές, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αὑτῷ]] [[τερπνός]], με [[ευχαρίστηση]] για τον εαυτό του, σε Σοφ. — συγκρ. και υπερθ., <i>τερπνότερος</i>, <i>τερπνότατος</i>, σε Θέογν.· μεταγεν. <i>τέρπνιστος</i>· επίρρ., <i>τερπνῶς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τερπνός:''' <b class="num">1)</b> приятный, милый (λόγοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> прелестный (ἄνθεα Pind.);<br /><b class="num">3)</b> радостный, веселый ([[γέρων]] Anacr.): [[αὑτῷ]] τ. Soph. радуясь в душе, радостно.
}}
}}