τιμητικός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῑμητικός:''' -ή, -όν, αυτός που διαμορφώνει την [[εκτίμηση]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της ποινής, [[πινάκιον]] τιμητικόν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της περιουσίας, ἡ τιμητικὴ [[ἀρχή]] = [[τιμητεία]], σε Πλούτ.· [[τιμητικός]], <i>ὁ</i>, Λατ. [[vir]] [[censorius]], [[κάποιος]] που έχει υπάρξει [[τιμητής]], στον ίδ.
|lsmtext='''τῑμητικός:''' -ή, -όν, αυτός που διαμορφώνει την [[εκτίμηση]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της ποινής, [[πινάκιον]] τιμητικόν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της περιουσίας, ἡ τιμητικὴ [[ἀρχή]] = [[τιμητεία]], σε Πλούτ.· [[τιμητικός]], <i>ὁ</i>, Λατ. [[vir]] [[censorius]], [[κάποιος]] που έχει υπάρξει [[τιμητής]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμητικός:''' <b class="num">1)</b> служащий для определения наказаний: [[πινάκιον]] τιμητικόν Arph. судейская табличка (на которой каждый член суда обозначал свое предложение приговора: длинной чертой - осуждение, короткой - оправдание);<br /><b class="num">2)</b> относящийся с уважением, уважающий (τινος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (в Риме) цензорский ([[ἀρχή]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (лат. [[vir]] [[censorius]]) бывший цензор Plut.
}}
}}