τόρμος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τόρμος:''' ὁ, οποιαδήποτε οπή ή [[κοιλότητα]], στην οποία μπήγεται [[καρφί]] ή [[πάσσαλος]], σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''τόρμος:''' ὁ, οποιαδήποτε οπή ή [[κοιλότητα]], στην οποία μπήγεται [[καρφί]] ή [[πάσσαλος]], σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''τόρμος:''' ὁ<b class="num">1)</b> просверленное отверстие Her.;<br /><b class="num">2)</b> стержень, колышек, шип Diod.
}}
}}