τραπεζιτεύω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰπεζῑτεύω:''' μέλ. <i>τραπεζιτεύσω</i>, [[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ.
|lsmtext='''τρᾰπεζῑτεύω:''' μέλ. <i>τραπεζιτεύσω</i>, [[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰπεζῑτεύω:''' заниматься меняльным делом Dem.
}}
}}