τρίβος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίβος:''' [ῐ], ἡ και ὁ,<br /><b class="num">I.</b> τετριμμένη ή πεπατημένη [[οδός]], [[ατραπός]], [[δημόσιος]] [[δρόμος]], σε Ηρόδ., Ευρ.· [[μονοπάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[φθορά]] από την [[τριβή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[αναβολή]], στον ίδ.
|lsmtext='''τρίβος:''' [ῐ], ἡ και ὁ,<br /><b class="num">I.</b> τετριμμένη ή πεπατημένη [[οδός]], [[ατραπός]], [[δημόσιος]] [[δρόμος]], σε Ηρόδ., Ευρ.· [[μονοπάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[φθορά]] από την [[τριβή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[αναβολή]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίβος:''' (ῐ) ὁ, иногда ἡ<br /><b class="num">1)</b> (протоптанная) дорога, тропа HH, Her., Theocr., Diod., NT: τ. [[ἁμαξήρης]] Eur. проезжая дорога; βιότου τ. Anacr. жизненный путь;<br /><b class="num">2)</b> трение, стирание (χαλκοῦ Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> общение: τρίβοι ἐρώτων Aesch. любовные отношения;<br /><b class="num">4)</b> задержка, бездействие Aesch.
}}
}}