τρισκελής: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρισκελής:''' -ές, αυτός που έχει [[τρία]] σκέλη, [[τρία]] πόδια, [[ξόανον]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τρισκελής:''' -ές, αυτός που έχει [[τρία]] σκέλη, [[τρία]] πόδια, [[ξόανον]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρισκελής:''' треногий ([[ξόανον]] Theocr.).
}}
}}