3,277,048
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπαισχύνομαι:''' [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, [[ντρέπομαι]] κάπως, λίγο, <i>τινάτι</i>, λέγεται για [[κάτι]] ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπαισχύνομαι:''' [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, [[ντρέπομαι]] κάπως, λίγο, <i>τινάτι</i>, λέγεται για [[κάτι]] ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπαισχύνομαι:''' несколько стыдиться: ὑ. τινά τι Plat. стесняться чего-л. перед кем-л. | |||
}} | }} |