ὑπερβιάζομαι: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβιάζομαι:''' αποθ., [[βαρύνω]] υπερβολικά, λέγεται για [[ζυγαριά]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ὑπερβιάζομαι:''' αποθ., [[βαρύνω]] υπερβολικά, λέγεται για [[ζυγαριά]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβιάζομαι:''' окончательно брать верх, одолевать (ὑπερβιαζομένου τοῦ κακοῦ Thuc.).
}}
}}