ὑπερακρίζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερακρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκαρφαλώνω]] και [[υπερβαίνω]], με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προβάλλω]], [[προεξέχω]], με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑπερακρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκαρφαλώνω]] και [[υπερβαίνω]], με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προβάλλω]], [[προεξέχω]], με γεν., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερακρίζω:''' <b class="num">1)</b> (верхом) перескакивать (τείχη Xen.);<br /><b class="num">2)</b> превышать: [[πέτρα]], ἣ [[τῶνδε]] δόμων ὑπερακρίζει Eur. скала, которая высится над этим дворцом.
}}
}}