ὑπερθαυμάζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-άσομαι</i>, [[θαυμάζω]] υπερβολικά, σε Ηρόδ., Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-άσομαι</i>, [[θαυμάζω]] υπερβολικά, σε Ηρόδ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερθαυμάζω:''' ион. ὑπερθωϋμάζω (fut. ὑπερθαυμάσομαι) чрезвычайно удивляться, восхищаться, изумляться Her., Luc.: τὸ ὑπερθαυμάσαι τὴν τέχνην Luc. восхищение перед искусством.
}}
}}