3,276,901
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φθῑσήνωρ:''' -ορος, ἡ ([[φθίω]], φθίσω), αυτός που καταστρέφει ή σκοτώνει άντρες, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''φθῑσήνωρ:''' -ορος, ἡ ([[φθίω]], φθίσω), αυτός που καταστρέφει ή σκοτώνει άντρες, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φθῑσήνωρ:''' ορος adj. губящий людей, губительный ([[πόλεμος]] Hom., Hes.; [[θυμός]] Anth.). | |||
}} | }} |