3,274,919
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φοιτάς:''' -[[άδος]] ([[φοιτάω]]), θηλ. επίθ., αυτή που περιπλανιέται μανιωδώς, λέγεται για την [[Κασσάνδρα]], σε Αισχύλ.· λέγεται για τους Βακχιστές, σε Ευρ.· φοιτὰς [[νόσος]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], σε Σοφ.· <i>φοιτὰς ἐμπορίη</i>, χρησιμοποιείται για το [[εμπόριο]] στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.· επίσης χρησιμ. με ουδ. ουσ., <i>φοιτάσι πτεροῖς</i>, λέγεται για φτερά που πηγαίνουν εδώ κι [[εκεί]], σε Ευρ. | |lsmtext='''φοιτάς:''' -[[άδος]] ([[φοιτάω]]), θηλ. επίθ., αυτή που περιπλανιέται μανιωδώς, λέγεται για την [[Κασσάνδρα]], σε Αισχύλ.· λέγεται για τους Βακχιστές, σε Ευρ.· φοιτὰς [[νόσος]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], σε Σοφ.· <i>φοιτὰς ἐμπορίη</i>, χρησιμοποιείται για το [[εμπόριο]] στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.· επίσης χρησιμ. με ουδ. ουσ., <i>φοιτάσι πτεροῖς</i>, λέγεται για φτερά που πηγαίνουν εδώ κι [[εκεί]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοιτάς:''' άδος adj. f, редко n бегущая, блуждающая в исступлении (sc. [[Κασάνδρα]] Aesch.; sc. Βάκχαι Eur.): φ. [[νόσος]] Soph. неистовствующее безумие; φοιτάσι πτεροῖς Eur. на неугомонных крыльях; φ. ἐμπορίη Anth. лихорадочная торговая деятельность. | |||
}} | }} |