3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρονημᾰτίας:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], αυτός που έχει υψηλό [[πνεύμα]], ή (με αρνητική [[σημασία]]) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]], σε Ξεν., Αριστ. | |lsmtext='''φρονημᾰτίας:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], αυτός που έχει υψηλό [[πνεύμα]], ή (με αρνητική [[σημασία]]) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]], σε Ξεν., Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρονημᾰτίας:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> мужественный, доблестный (ἱππεῖς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> высокомерный, надменный (τοὺς [[φρονηματίας]] ἀναιρεῖν Arst.). | |||
}} | }} |