φρονηματίας: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρονημᾰτίας:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], αυτός που έχει υψηλό [[πνεύμα]], ή (με αρνητική [[σημασία]]) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]], σε Ξεν., Αριστ.
|lsmtext='''φρονημᾰτίας:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], αυτός που έχει υψηλό [[πνεύμα]], ή (με αρνητική [[σημασία]]) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]], σε Ξεν., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρονημᾰτίας:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> мужественный, доблестный (ἱππεῖς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> высокомерный, надменный (τοὺς [[φρονηματίας]] ἀναιρεῖν Arst.).
}}
}}