φυτευτής: Difference between revisions

4b
(45)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν [[φυτεύω]]<br />αυτός που φυτεύει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκαλίζει, [[ιδίως]] [[λαχανικά]] ή [[σπαρτά]], [[σκαλεύς]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν [[φυτεύω]]<br />αυτός που φυτεύει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκαλίζει, [[ιδίως]] [[λαχανικά]] ή [[σπαρτά]], [[σκαλεύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠτευτής:''' οῦ ὁ плантатор или садовник Arst.
}}
}}