φορητός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> φερόμενος, μεταφερόμενος, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[μετάφραση]] του Λατ. [[ferculum]], στον ίδ.
|lsmtext='''φορητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> φερόμενος, μεταφερόμενος, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[μετάφραση]] του Λατ. [[ferculum]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φορητός:''' и 2 [adj. verb. к [[φορέω]]<br /><b class="num">1)</b> носимый, несомый (κυμάτεσσι Pind.; ἐπὶ δελφίνων διὰ θαλάττης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> подвижный, находящийся в постоянном движении ([[φύσις]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> выносимый, терпимый, сносный Luc.: οὐ φ. Aesch., Eur. невыносимый, нестерпимый.
}}
}}