3,274,917
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φωλάς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = <i>φωλεύουσα</i>, αυτή που διαμένει σε [[τρύπα]], σε Ανθ.· λέγεται για την [[αρκούδα]], αυτή διαμένει ναρκωμένη μέσα στη [[σπηλιά]] της, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> γεμάτη με κρυψώνες, σε Βάβρ. | |lsmtext='''φωλάς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = <i>φωλεύουσα</i>, αυτή που διαμένει σε [[τρύπα]], σε Ανθ.· λέγεται για την [[αρκούδα]], αυτή διαμένει ναρκωμένη μέσα στη [[σπηλιά]] της, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> γεμάτη με κρυψώνες, σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φωλάς:''' άδος adj. f живущая в норе, прячущаяся в пещере ([[ἄρκτος]] Theocr.; [[σίλφη]], [[ἀραχναίη]] Anth.): φ. κοιτή Babr. подземное логовище; [[ἄγκυρα]] φ. Anth. зарывшийся в землю якорь; φ. [[παρθενική]] Anth. публичная женщина. | |||
}} | }} |