φώρ: Difference between revisions

432 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φώρ:''' ὁ, γεν. <i>φωρός</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κλέφτης]], Λατ. [[fur]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> φωρῶν [[λιμήν]], [[λιμάνι]] κοντά στην Αθήνα, λίγο δυτικότερα του Πειραιά, που χρησιμοποιούνταν από λαθρεμπόρους, σε Δημ.
|lsmtext='''φώρ:''' ὁ, γεν. <i>φωρός</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κλέφτης]], Λατ. [[fur]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> φωρῶν [[λιμήν]], [[λιμάνι]] κοντά στην Αθήνα, λίγο δυτικότερα του Πειραιά, που χρησιμοποιούνταν από λαθρεμπόρους, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''φώρ:''' φωρός ὁ [[φέρω]]<br /><b class="num">1)</b> вор Her., Arph. etc.: Φωρῶν [[λιμήν]] Dem. Воровская гавань (близ Афин); ἔγνω δὲ φ. τε φῶρα καὶ [[λύκος]] λύκον погов. Arst. вор узнает вора, а волк - волка;<br /><b class="num">2)</b> зоол., предполож. пчела-кукушка Arst.
}}
}}