ψυχόω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψῡχόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ψυχή]]), [[δίνω]] [[ψυχή]] ή [[ζωή]] σε [[κάτι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] έμψυχο, τίς λίθον ἐψύχωσε;, σε Ανθ.
|lsmtext='''ψῡχόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ψυχή]]), [[δίνω]] [[ψυχή]] ή [[ζωή]] σε [[κάτι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] έμψυχο, τίς λίθον ἐψύχωσε;, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψῡχόω:''' охлаждать Plut.
}}
}}