κανθός: Difference between revisions

nl
(19)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κανθός]])<br /><b>ανατ.</b> η εξωτερική [[γωνία]] του ματιού την οποία σχηματίζουν το [[πάνω]] και [[κάτω]] [[χείλος]] τών βλεφάρων, η [[κόχη]] του ματιού (α. «έσω» ή «[[μέγας]] [[κανθός]]» — ο [[προς]] τη [[μύτη]] [[κανθός]]<br />β. «έξω» ή «[[μικρός]] [[κανθός]]» — ο [[αντίθετος]] [[προς]] έσω [[κανθός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> τριγωνική [[εντομή]] στην [[τρόπιδα]] της στείρας ή του ποδοστήματος ξύλινου πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η μετάλλινη [[στεφάνη]] του τροχού, το [[επίσωτρο]]<br /><b>2.</b> (κατ' επέκτ., ποιητ.) το [[μάτι]] («[[κανθός]]<br />ὁ τοῡ ὀφθαλμοῡ [[κύκλος]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το ουαλ. <i>cant</i> «σιδερένια [[στεφάνη]]» (<span style="color: red;"><</span> γαλατ. <i>cantas</i>) και με το ρωσ. <i>Kut</i> «[[γωνία]]», [[οπότε]] ανάγεται σε IE <i>qan</i>-<i>tho</i> «[[καμπή]], [[γωνία]]» <span style="color: red;"><</span> <i>qam</i>-<i>p</i> «[[κάμπτω]]». Έτσι ίσως το [[κάνθων]] ([[ονομασία]] του γαϊδάρου) θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγωγο του [[κανθός]] με τη σημ. «το ζώο που κάμπτεται [[κάτω]] από το [[βάρος]] του φορτίου». Οι συνδέσεις αυτές ευσταθούν σημασιολογικά, υπάρχει όμως [[πρόβλημα]] φωνητικό ως [[προς]] την [[αντιπροσώπευση]] του IE -<i>th</i>- από το ελλ. -<i>θ</i>-, που αντιστοιχεί σε ηχηρό δασύ -<i>dh</i>- και όχι σε άηχο. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το θ. <i>κανθ</i>- ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], [[οπότε]] το [[κανθός]] θα μπορούσε και [[πάλι]] να συνδεθεί με τα [[κάνθαρος]], [[κανθήλια]], [[κάνθων]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[σημασία]] «μεταλλική [[στεφάνη]]» θα μπορούσε να αποδοθεί σε διαφορετικής προελεύσεως λ. [[κανθός]], που θα θεωρούσαμε δάνεια από τη λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>cantus</i> «σιδερένια [[στεφάνη]]»), η οποία με τη [[σειρά]] της θα δανείστηκε τη λ. από τη γαλατική (<b>[[πρβλ]].</b> το προαναφερθέν γαλατ. <i>cantos</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κανθός]])<br /><b>ανατ.</b> η εξωτερική [[γωνία]] του ματιού την οποία σχηματίζουν το [[πάνω]] και [[κάτω]] [[χείλος]] τών βλεφάρων, η [[κόχη]] του ματιού (α. «έσω» ή «[[μέγας]] [[κανθός]]» — ο [[προς]] τη [[μύτη]] [[κανθός]]<br />β. «έξω» ή «[[μικρός]] [[κανθός]]» — ο [[αντίθετος]] [[προς]] έσω [[κανθός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> τριγωνική [[εντομή]] στην [[τρόπιδα]] της στείρας ή του ποδοστήματος ξύλινου πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η μετάλλινη [[στεφάνη]] του τροχού, το [[επίσωτρο]]<br /><b>2.</b> (κατ' επέκτ., ποιητ.) το [[μάτι]] («[[κανθός]]<br />ὁ τοῡ ὀφθαλμοῡ [[κύκλος]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το ουαλ. <i>cant</i> «σιδερένια [[στεφάνη]]» (<span style="color: red;"><</span> γαλατ. <i>cantas</i>) και με το ρωσ. <i>Kut</i> «[[γωνία]]», [[οπότε]] ανάγεται σε IE <i>qan</i>-<i>tho</i> «[[καμπή]], [[γωνία]]» <span style="color: red;"><</span> <i>qam</i>-<i>p</i> «[[κάμπτω]]». Έτσι ίσως το [[κάνθων]] ([[ονομασία]] του γαϊδάρου) θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγωγο του [[κανθός]] με τη σημ. «το ζώο που κάμπτεται [[κάτω]] από το [[βάρος]] του φορτίου». Οι συνδέσεις αυτές ευσταθούν σημασιολογικά, υπάρχει όμως [[πρόβλημα]] φωνητικό ως [[προς]] την [[αντιπροσώπευση]] του IE -<i>th</i>- από το ελλ. -<i>θ</i>-, που αντιστοιχεί σε ηχηρό δασύ -<i>dh</i>- και όχι σε άηχο. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το θ. <i>κανθ</i>- ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], [[οπότε]] το [[κανθός]] θα μπορούσε και [[πάλι]] να συνδεθεί με τα [[κάνθαρος]], [[κανθήλια]], [[κάνθων]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[σημασία]] «μεταλλική [[στεφάνη]]» θα μπορούσε να αποδοθεί σε διαφορετικής προελεύσεως λ. [[κανθός]], που θα θεωρούσαμε δάνεια από τη λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>cantus</i> «σιδερένια [[στεφάνη]]»), η οποία με τη [[σειρά]] της θα δανείστηκε τη λ. από τη γαλατική (<b>[[πρβλ]].</b> το προαναφερθέν γαλατ. <i>cantos</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=κανθός -οῦ, ὁ ooghoek; uitbr. oog.
}}
}}