κατακυκάω: Difference between revisions

nl
(6_13b)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακῠκάω''': μέλλ. -ήσω, ἀναμιγνύω καὶ ἀνακατώνω, ἢ [[φύρω]], τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν Ἱππ. 497. 16·- μεταφ., ταράττω, κ. τὴν ναῦν ὀδυρμοῖς Εὐμάθ. 11. 7.
|lstext='''κατακῠκάω''': μέλλ. -ήσω, ἀναμιγνύω καὶ ἀνακατώνω, ἢ [[φύρω]], τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν Ἱππ. 497. 16·- μεταφ., ταράττω, κ. τὴν ναῦν ὀδυρμοῖς Εὐμάθ. 11. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κυκάω opkloppen (eiwit in water). Hp.
}}
}}